Τάνα

Τάνα
Λίμνη της βορειοδυτικής Αιθιοπίας, που βρίσκεται σε υψόμ. 1.830 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στην καρδιά του Αιθιοπικού υψιπέδου, μεταξύ Αμάρα και Γκοτζιάμ, και καταλαμβάνει τον βυθό μιας εκτεταμένης πεδινής λεκάνης, την οποία έφραξαν στα Ν πρόσφατα ηφαιστειακά φαινόμενα. Η λίμνη, που έχει κυκλικό περίπου σχήμα, αλλά εμφανίζει μια εκτεταμένη απόφυση προς νότο, έχει έκταση 3.150 τ. χλμ. και μέγιστο βάθος 70 μ. Η Τ. είναι διάσπαρτη από νησιά, από τα οποία το Ντεκ, στο κέντρο είναι το πιο εκτεταμένο. Ο ποταμός που πηγάζει από αυτήν ο Αμπάι ή Κυανούς Νείλος, βγαίνει από το ακραίο νότιο τμήμα, ξεπερνώντας ένα τεχνητό φράγμα, και έχει αρκετά μεταβλητή παροχή, με μέγιστο πλημμυρών από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο, γιατί δέχεται τα νερά διαφόρων ποταμών που εκβάλλουν στην T., από τους οποίους κυριότεροι είναι ο Μικρός Αμπάι, που κατέρχεται από τα όρη Γκοτζιάμ, ο Ρεμπ και ο Γκουμαρά, που, αντίθετα, έχουν τις πηγές τους στα όρη Μπεγκεμντέρ. Οι οικισμοί κατά μήκος των οχθών της λίμνης είναι πολλοί, εξαιτίας του εύφορου εδάφους (καφές, σιτηρά) και της πλούσιας ιχθυϊκής πανίδας. Αεροφωτογραφία της λίμνης Τάνα στην Αιθιοπία από δορυφόρο της ΝAΣA (φωτ. NASA.earth.jsc.nasa.gov). Η λίμνη Τάνα, που βρίσκεται στην καρδιά του αιθιοπικού υψίπεδου, σε υψόμετρο 1830 είχε θεωρηθεί κάποτε λαθεμένα κύρια πηγή του Νείλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τἀνά — ἀνά , ἀνά on board indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • τανάχαλκος — και ταναίχαλκος, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σφυρήλατο χαλκό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πολύχαλκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανά χαλκος (αντί *ταναό χαλκος, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, υψηλός» + χαλκός (πρβλ. πολύ χαλκος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • ταναώπις — ώπιδος, ἡ, Α αυτή που βλέπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ῶπις (αντί *ταναο ῶπις, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, μακρός» + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ῶπις] …   Dictionary of Greek

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

  • τρυτάνας — τρῡτάνᾱς , τρυτάνη balance fem acc pl τρῡτάνᾱς , τρυτάνη balance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου …   Dictionary of Greek

  • ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης …   Dictionary of Greek

  • ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”